ακατακτος

ακατακτος
    ἀκάτακτος
    ἀ-κάτακτος
    2
    не ломающийся, неломкий
    

(σώματα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ακατακτος" в других словарях:

  • ακάτακτος — ἀκάτακτος, ον (Α) [κατάγνυμι] 1. αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο άθραυστος, ο ατσάκιστος 2. αυτός που δεν έχει σπάσει …   Dictionary of Greek

  • ἀκάτακτον — ἀκάτακτος not to be broken masc/fem acc sg ἀκάτακτος not to be broken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάκτου — ἀκάτακτος not to be broken masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»